- φαρμακοτριβείο
- το, Ν(παλαιότερα) εσωτερικός χώρος φαρμακείου όπου έτριβαν τα χημικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα και, γενικά, τις φαρμακευτικές πρώτες ύλες προκειμένου να παρασκευάσουν φάρμακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακοτρίβης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.